Παγκόσμια Αποκατάσταση: η Χρυσή παράδοση των πατέρων
του Νικήτα Μπάλλα
15. Η καταδίκη του Ουνιβερσαλισμού και η βύθιση της Εκκλησίας στον σκοταδισμό
(Μέρος B)
ΜΕΡΟΣ Β
Έγινε τελικά πλαστογράφηση;
Τελικά οι 15 Κανόνες αναθεματισμών που απείγγειλε η ενδυμούσα στην Κων/πολη τοπική σύνοδος του 543/544 υιοθετήθηκαν από την Οικουμενική σύνοδο του 553 ή πρόκειται για πλαστογραφία; Κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Ο Beecher πάντως, όπως και πολλοί άλλοι ιστορικοί, επιμένει ότι πρόκειται για πλαστογραφία και ότι οι εν λόγω 15 Κανόνες αναθεματισμών προστέθηκαν με απατηλό τρόπο στα πρακτικά της Οικουμενικής Συνόδου. Θεωρεί ως απόδειξη του ότι ο Ουνιβερσαλισμός δεν καταδικάσθηκε από την Οικουμενική Σύνοδο το γεγονός ότι η Οικουμενική Σύνοδος εξέτασε προσεκτικά όλα τα έργα του Θεόδωρου Μοψουεστίας και παρόλο που ήταν γεμάτα από Ουνιβερσαλισμό δεν τα καταδίκασε γιαυτό, αλλά απλά μονάχα για τις εσφαλμένες Νεστοριανίζουσες απόψεις τους. Πράγματι, ούτε μία λέξη δεν ειπώθηκε ενατντίον του Ουνιβερσαλισμού του Θεόδωρου. Η Οικουμενική Σύνοδος ασχολήθηκε μονάχα με το πρόβλημα του Νεστοριανισμού.
Ο Beecher αναφέρει και άλλο αποδεικτικό στοιχείο, πολύ πιό πειστικό: «Το ότι η καταδίκη του Ωριγένη δεν ήταν στα πρακτικά της Οικουμενικής Συνόδου, και ότι προστέθηκε αργότερα με απατηλά μέσα αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι στην επιστολή του Ιουστινιανού προς την Οικουμενική Σύνοδο δεν συμπεριλαμβάνεται το όνομα του Ωριγένη στη λίστα των αιρετικών των οποίων ο Αυτοκράτορας ζητούσε τον αναθεματισμό. Όταν λοιπόν βλέπουμε το όνομα του Ωριγένη στη λίστα των αιρετικών που τελικά αναθεμάτισε η Σύνοδος ( Άρειος, Ευνόμιος, Μακεδόνιος, κλπ ) δεν υπάρχει καμμία απολύτως αμφιβολία ότι προστέθηκε με απατηλό τρόπο από το ίδιο πρόσωπο που πρόσθεσε τα πρακτικά της τοπικής Συνόδου, αλλά που ξέχασε να προσθέσει το όνομα του Ωριγένη στην λίστα της επιστολής του Ιουστινιανού. Δεν αποτελείωσε την απάτη του, αλλά ξεσκέπασε τον εαυτόν του αποτυγχάνοντας να καλύψει όλες τις λεπτομέρειες».
Υπάρχει και άλλο αποδεικτικό στοιχείο για την πλαστογράφηση, πολύ πιό ισχυρό. Το όνομα του Ωριγένη βρίσκεται σε λάθος χρονολογική σειρά ( έχει τοποθετηθεί τελευταίο ) στην λίστα των αναθεματισμένων αιρετικών πατέρων! Περί αυτού ο Καθολικός συγγραφέας Jarno Wassen γράφει τα εξής: «Η διδασκαλία της Αποκατάστασης δεν καταδικάσθηκε κανονικά. Βλέπετε, ο κατάλογος με τους αναθεματισμούς, δεν ήταν αρχικά προστεθεί στα πρακτικά της Ε’ Οικ. Συνόδου. Το όνομα του Ωριγένη προστέθηκε αργότερα ( από πλαστογράφους ) στον κατάλογο των αναθεματισμένων πατέρων... Είναι καταφάνερο το γεγονός ότι η προσθήκη του ονόματος του Ωριγένη χαλάει την χρονολογική σειρά και συνοχή του καταλόγου. Υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν επιπλέον. Πάντως η Μητέρα Εκκλησία ΔΕΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕ τον Ωριγένη... Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Hans Urs von Balthasar έχει εκφράσει παρόμοια άποψη με εκείνη του Ωριγένη, και όπως εξηγεί σε δοκίμιο που έγραψε με θέμα την κόλαση, η Αποκατάσταση δεν είναι αιρετική διδασκαλία, εφόσον δεν απορρίπτει την ελεύθερη βούληση. Αυτό όμως ρίχνει διαφορετικό φως στον Αγ. Αυγουστίνο ( ως πατέρα της διδασκαλίας του διπλού προορισμού ). Απο ότι γνωρίζω, μερικές από τις ιδέες του καταδικάσθηκαν σε τοπικές Συνόδους. Παρόλα αυτά δεν έχω ακούσει κανέναν να τον ονομάζει αιρετικό. Ο Ωριγένης πρέπει επιτέλους να αναγνωρισθεί ως Ορθόδοξος!»
Αυτά δεν είναι φανταστικά σενάρια κάποιων Ουνιβερσαλιστών που προσπαθούν να προωθήσουν την ιδεολογία τους. Πολλοί μεγάλοι ιστορικοί ( Neander, Hagenbach, Gieseler, Mosheim, Dr. Schaff, κλπ ), όλοι τους θεολογικά «συντηριτικοί» και αντίθετοι με την ιδέα του Ουνιβερσαλισμού, συμφωνούν με την άποψη του Beecher σχετικά με την πλαστογράφηση στα πρακτικά της Οικουμενικής Συνόδου.
Ο Beecher επικαλείται την μαρτυρία των ιστορικών αυτών και προσθέτει: «Βέβαια μερικοί από τους ιστορικούς χαρακτηρίζουν την μεταφορά των πρακτικών της τοπικής συνόδου στα πρακτικά της Οικουμενικής ως ανθρώπινο σφάλμα ( και όχι ως απάτη ) το οποίο έγινε χωρίς δόλο όταν πιθανότατα μπερδεύτηκαν οι δύο συνόδοι. Τα στοιχεία όμως της υπόθεσης, καθώς και ο χαρακτήρας της εποχής όταν έγιναν όλα αυτά ( την εποχή εκείνη έδιναν και έπαιρναν οι πλαστογραφήσεις, οι προσθήκες, τα ψαλιδίσματα, οι διαστρεβλώσεις και οι αλλοιώσεις κειμένων) μας υποχρεώνουν να δεχτούμε ότι όντων έγινε πλαστογράφηση και pious fraud «ιερή απάτη». Και συνεχίζει: «Όπως και να έχουν τα πράγματα, είτε από ανθρώπινο σφάλμα, είτε από «ιερή απάτη», γεγονός παραμένει ότι αποδίδονται στην Οικουμενική Σύνοδο της Κων/πολης αποφάσεις και πρακτικά τα οποία ποτέ δεν εξεδώθηκαν από τη Σύνοδο αυτή. Τόσο πολύ απείχαν από το να καταδικάσουν τον Ουνιβερσαλισμό του Ωριγένη που δεν καταδίκασαν ούτε τον Ουνιβερσαλισμό του Θεόδωρου Μοψουεστίας, παρόλο που τα γραπτά του ήταν γεμάτα από τη διδασκαλία αυτή, και παρόλο που τα γραπτά αυτά οι Συνοδικοί τα εξέτασαν εξονυχιστικά με σκοπό να βρούν κακοδοξίες»
Η ζημιά όμως έγινε ( με το λάθος ή την απάτη ) και σε κάποια στιγμή επικράτησε η εντύπωση ότι η 5η Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε την διδασκαλία του Ωριγένη σχετικά με την Αποκατάσταση. Η λανθασμένη αυτή εντύπωση σίγουρα επηρέασε στους μετέπειτα αιώνες όσους συνέβαλλαν στην καταπολέμιση του Ουνιβερσαλισμού ως ιδέα. Ο Neander ( vol. ii., p. 704 ) γράφει ότι «το γεγονός ότι μία τέτοια καταδικαστική απόφαση εναντίον του Ωριγένη αποδόθηκε ( εσφαλμένα ) στα πρακτικά Οικουμενικής Συνόδου, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και συνέβαλλε στην ( άδικη ) αντιμετώπιση του Ωριγένη ως αιρετικό από τους Χριστιανούς των μετέπειτα αιώνων»
Και ο Beecher καταλήγει: «Δεν πρέπει λοιπόν να εκπλησσόμεθα όταν βλέπουμε μετά από εκείνο τον καιρό ( της 5ης Οικ. Συνόδου ) σχεδόν να εξαφανίζεται η διδασκαλία της Αποκατάστασης από τις εκκλησίες των Λατίνων και των Ελλήνων. Ο έκτος αιώνας γενικά θεωρείται ως η αρχή των σκοτεινών αιώνων που ακολούθησαν και που κράτησαν για παραπάνω από χίλια χρόνια. Οι ολοένα και πιό συχνές επιδρομές βαρβάρων καθώς και ο περιορισμός της ελεύθερης σκέψης από την εκκλησιαστική εξουσία συνετέλεσαν στην παρακμή του πολιτισμού».
Ο Ιουστινιανός και η εποχή του
Χρειάζεται να πούμε λίγα λόγια παραπάνω για τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό και για την εποχή του. Δεν υπάρχει ιστορικός που να μην συμφωνεί με την άποψη ότι ο αυτοκράτορας αυτός αντιπροσωπεύει ότι χειρότερο έχει να επιδείξει η εκκλησιαστική ιστορία. Το ότι αναδείχθεικε πολέμιος του Ουνιβερσαλισμού αποτελεί τιμή για την ιδέα αυτή και τρανή απόδειξη ότι πρόκειται για ανώτερη ιδέα και προπαντός φιλάνθρωπη ιδέα. Η εποχή του Ιουστινιανού ήταν και η πιό κατάλληλη για να εκδηλωθεί μία τέτοια επίθεση εναντίον της «πιό γλυκιάς αίρεσης». Το εκκλησιαστικό κατεστημένο ήδη είχε φτάσει στο σημείο να καταπιέζει τους πιστούς, να απαγορεύει την ελευθερία σκέψης και έκφρασης και γενικά να επιβάλλει την δεσποτοκρατία.
Ο Ουνιβερσαλιστής J. M. Austin ( 1855 ) γράφει: «Όταν αναλογισθούμε την εποχή που καταδικάστηκε ( ο Ουνιβερσαλισμός ), την αμάθεια και την άγνοια που την χαρακτήριζε, καθώς και την διαφθορά που επικρατούσε στην Χριστιανική Εκκλησία, θα δούμε ότι η καταδίκη αυτή ήταν στην πραγματικότητα έπαινος για τον Ουνιβερσαλισμό. Η διδασκαλία αυτή ήταν τόσο φωτισμένη, τόσο ανεβασμένη, τόσο ελεύθερη, που ήταν αδύνατο να γίνει ανεκτή σε μία εποχή βαρβαρότητας και σκοταδισμού. Η καταδίκη του Ουνιβερσαλισμού από μία τέτοια Σύνοδο δεν μπορεί να έχει κανένα κύρος στα μάτια φωτισμένων και απροκατάληπτων ανθρώπων. Ήταν αναμενόμενο για τέτοιου είδους εκκλησιάρχες να καταδικάσουν και να αναθεματίσουν μία τόσο ουράνια και μεγάλη διδασκαλία που δίδασκε την τελική μετάνοια και ευτυχία για όλη την ανθρωπότητα!» ( 13 )
Όταν οι εχθροί των Ωριγενιστών στρατολόγησαν τον Ιουστινιανό στην προσπαθειά τους να εξοντώσουν τους οπαδούς της ( έστω και διαστρεβλωμένης ) διδασκαλίας του Ωριγένη, δεν δυσκολεύθηκαν καθόλου να πείσουν τον εξουσιομανή αυτοκράτορα να καταδικάσει μεταξύ άλλων και την ιδέα της Αποκατάστασης.
Ο Ιουστινιανός ήταν «οξύθυμος», άλλαζε εύκολα γνώμη, κολακευόταν εύκολα από τουε επιτήδειους αυλικούς που τον περιτριγύριζαν, ήταν στενόμυαλος και «ξεραόλας», ήθελε να έχει άποψη για τα πάντα, δεν ανεχόταν αντίθετες απόψεις και δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί την βία για να επιβάλλει τις συνεχώς μεταβαλλόμενες ιδέες του. Ήταν ένας πραγματικός «κοσμικός Πάπας». Σαν να μην έφταναν όλα αυτά «επηρεαζόταν σε μεγάλο βαθμό από τον διεφθαρμένο επίσκοπο Θεόφιλο, και από τις εξίσου διεφθαρμένες Ευδοξία και Θεοδώρα». Για την αυτοκράτειρα Θεοδώρα ο ιστορικός Προκόπιος γράφει: «Η Θεοδώρα υπήρξε μία θεατρίνα και οποιοδήποτε αίσχος και ατιμία αναφερθή δι αυτήν δεν θα ήταν υπερβολή. Ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα δεν ήσαν άνθρωποι, αλλά δαίμονες, λαβόντες σχήμα ανθρώπου, ίνα εξολοθρεύσουν το ανθρώπινον γένος .. Η Θεοδώρα ανέβαζε και κατέβαζε, όταν της άρεσε, πάπες, πατριάρχες, επάρχους και στρατιωτικούς αρχηγούς, και είχε δική της θρησκευτική πολιτική». ( 14 ) Ο Ιουστινιανός «ούτε αγαπήθηκε όσο ζούσε ούτε θρηνήθηκε όταν πέθανε»
Ο Χαραλαμπάκης γράφει: «Ο άνθρωπος αυτός ( ο Ιουστινιανός ) ... ήταν φίλαυτος, δοξομανής, εγωϊστής, φιλάργυρος και πολυδάπανος, προσπαθούσε να παρουσιάζη πάντα τον εαυτό του κάτοχο κάθε ανθρώπινης επιστήμης και γνώσεως. Η απόκτησης της φήμης ήταν το ιδανικόν του. Αν δεχτούμε όμως τα ιστορικά κείμενα του τελευταίου βυζαντινού ιστορικού Προκοπίου ( βλέπε Απόκρυφος ιστορία Προκοπίου ), περί του Ιουστινιανού, θα φρίξωμε. Ο ιστορικός αυτός κρυφά παρακολουθούσε με αγανάκτηση όσα συνέβαιναν στην Αυλή του Ιουστινιανού και τον χαρακτηρίζει ως είρωνα, δολερόν, απατεώνα, σκοτεινόν, διπλοπρόσωπον, φοβερόν, δολοπλόκον, του οποίου την υποκρισία δεν μπορεί να φτάσει κανείς. ‘Φαίνεται, γράφει ο ιστορικός, πως η φύση είχε πάρει την παληανθρωπιά απ’ όλους τους ανθρώπους και την έβαλε μέσα στην ψυχή εκείνου ... ποτέ δεν έδωσαν ( ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα ) την εντύπωσιν πώς είναι άνθρωποι, παρά καταστροφικοί δαίμονες’. Ο άνθρωπος λοιπόν αυτός, ανέλαβε να ρυθμίσει τις θείες υποθέσεις ... ‘Σαούλ εν προφήταις’ και Ιουστινιανός εν θεολόγοις. Ο Αυτοκράτωρ αυτός δικαίως θεωρείται ως ο χαρακτηριστικώτερος αντιπρόσωπος της Καισαροπαπικής τάσεως ... Στηρίζει τις αρχές του στον Καισαροπαπισμό και στην απόλυτη εξουσία ... ελάμβανε μέρος στις δογματικές διαμάχες και εξέδιδε αποφάσεις σύμφωνα με τις αντιλήψεις του, σε αμφισβητούμενες αλήθειες και σε θεολογικά και θεολογούμενα ζητήματα»». ( 15 )
Ο ιστορικός Milman αναφέρει: «Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ενώνει στον εαυτόν του τα πιό αντίθετα πάθη, έντονη υπερηφάνεια και ντροπιαστική αδυναμία, αμέτρητη φιλοδοξία και εξευτελιστική δειλία. Είναι άβουλος σκλάβος της ανήθικης και αδιάντροπης Αυτοκράτειρας την οποία έκανε συνέταιρο στον θρόνο του. Ο Χριστιανός αυτός αυτοκράτορας συνδύασε τα εγκλήματα όσων αυτοκρατόρων πριν από αυτόν εξασφάλισαν την εξουσία τους φονεύοντας όσους στέκονταν εμπόδιο, και δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τον Νέρωνα, τον Κόμμοδο και τον Κλαύδιο»
Ωριγένης και Ιουστινιανός: Δύο εποχές που διαφέρουν όπως η Ημέρα με τη Νύχτα
Ο Ιουστινιανός ήταν ένα πραγματικό παιδί της εποχής του. Μίας εποχής που χαρακτηριζόταν από την κατάρρευση του πολιτισμού και την επικράτηση της βαρβαρότητας. Ο ιστορικός Lecky χαρακτηρίζει την εποχή του Ιουστινιανού ( στην οποία εποχή, ας μην ξεχνάμε, καταδικάστηκε η ιδέα του Ουνιβερσαλισμού ) ως «την χειρότερη εποχή της Χριστιανικής ιστορίας». Δεν ήταν μονάχα η χειρότερη εποχή της Χριστιανικής ιστορίας αλλά και από τις χειρότερες στην ιστορία της ανθρωπότητας επιδεικνύοντας «την χειρότερη μορφή πολιτισμού». Την εποχή αυτή «το δόγμα της κόλασης με την μορφή της κυριολεκτικής φωτιάς και της ατέλειωτης διάρκειας εξελίχθηκε σε εργαλείο τυρρανικής εξουσίας στα χέρια ενός ιερατείου χωρίς αρχές και ενός αυτοκράτορα τύρρανου ενώ τον ίδιο καιρό η ηθική κατάπτωση συμβάδιζε με τη θεολογική παρακμή»
Χαρακηριστική είναι και η ακόλουθη μαρτυρία ( 16 ) για το χάλι που επικρατούσε την εποχή του Ιουστινιανού: «η ελληνική Ιατρική ( 540 μ.Χ ) έχει ήδη απαγορευθεί ως “γνώση του Διαβόλου” και τα συγγράμματά της έχουν ήδη χαθεί για πάντα στη φωτιά των χριστιανών. Με μόνη θεραπευτική μέθοδο την.. αφαίμαξη και το διάβασμα εξορκισμών, αρχίζει στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η μεγάλη επιδημία που υπολογίζεται (Panati Charles, 1989) ότι εξόντωσε 100 εκατομμύρια ανθρώπους. Η Εκκλησία βγαίνει παρόλα αυτά κερδισμένη, καθώς αποδίδει την επιδημία στην οργή του Θεού για την επιβίωση των “αιρέσεων” και της “ειδωλολατρίας”. Ο όχλος τρέχει πανικόβλητος να εκκλησιασθεί»
Σε σύγκριση με την εποχή του Ωριγένη, «η εποχή του Ιουστινιανού ήταν όπως η νύχτα με την ημέρα , ενώ και οι άνθρωποι που ανέλαβαν να καταδικάσουν τον μεγάλο Αλεξανδρινό πατέρα ήταν άξιοι αντιπρόσωποι της εποχής τους»
Την εποχή του Ωριγένη, παρόλα τα προβλήματα που υπήρχαν, οι Χριστιανοί απολάμβαναν μία σχετική ελευθερία σε σκέψη και σε έκφραση, με μεγάλη ελαστικότητα ιδιαίτερα σε δευτερεύοντα ζητήματα και σε ζητήματα εσχατολογίας, καθώς δεν είχε διαμορφωθεί καμμία απόλυτη άποψη ή δόγμα. Άλλοι θεώρησαν σκόπιμο να αποθαρρύνουν την αμαρτία μέσω του φόβου και κατα συνέπεια δίδασκαν ότι οι μεταθανάτιες τιμωρίες θα είναι κυριολεκτικά «αιώνιες» και ότι τα βασανιστήρια της κόλασης θα είναι φρικτά με πραγματικές φωτιές και με όλα τα υπόλοιπα μυθολογικά στοιχεία στα οποία πίστευαν «οι μάζες». Άλλοι δίδασκαν ότι οι ασεβείς θα έπαυαν να υπάρχουν στην άλλη ζωή επειδή ο Θεός θα τους εξολόθρευε προκειμένου να μην υπάρχει ίχνος αμαρτίας στην τελειοποιημένη Βασιλεία του. Οι δε Ουνιβερσαλιστές, οι οποίοι ήταν και οι πιό πνευματικοί, δίδασκαν ότι οι τιμωρίες του Θεού είναι όλες παιδαγωγικές, ότι οι φωτιές της κόλασης ήταν μεταφορικές περιγραφές στην εξαγνιστική φύση της Θείας Κρίσεως και ότι τελικά ο Θεός θα καταφέρει να σώσει τους πάντες από την φθορά και από την αμαρτία. Όλες αυτές οι εσχατολογικές ιδέες κυκλοφορούσαν ελεύθερα και κανένας δεν τις επέβαλλε ως ΔΟΓΜΑΤΑ και ούτε καταδίκαζε ο ένας τον άλλον ως «αιρετικούς».
Όλα αυτά όμως αλλάξανε στους αιώνες που ακολούθησαν με αποκορύφωμα τον 6ο αιώνα, όταν η οποιαδήποτε διαφωνία με τις θεολογικές απόψεις του αυτοκράτορα ( και του υποτελούς ιερατείου ) ισοδυναμούσε με «επικίνδυνη αίρεση» και εξέθετε σε διωγμούς ή και σε θανατική ποινή. Ο Ιουστινιανός πράγματι επέβαλε ως επικρατούσα θρησκεία «την μόνην αποκρυσταλλωμένην πίστιν, τουτέστιν την ορθοδοξίαν». Αποκρυσταλλώνοντας όμως την πίστη, την νέκρωσε ενώ «έσβησε» και «το πνεύμα» επιταγχύνοντας την πτωτική πορεία του Χριστιανισμού. Η παρακμή της Χριστιανικής σκέψης φαίνεται και στον χαρακτήρα των Οικουμενικών Συνόδων. Οι αποφάσεις των πρώτων Συνόδων ξεκινούσαν με «πιστεύω εις...» ενώ οι αποφάσεις των μετέπειτα ξεκινούσαν με «ανάθεμα... ». Το πνεύμα που καθοδηγούσε τους εξουσιομανείς πολιτικούς και εκκλησιαστικούς ηγέτες δεν ήταν καθόλου «Άγιο» αλλά εωσφορικό. Όπως γράφει και ο Χαραλαμπάκης, «ελάμβαναν το πνεύμα όχι υπο τη μορφή περιστεράς αλλά υπο τη μορφή πετεινού»...
Ήταν αδύνατο για ανθρώπους όπως ο Ιουστινιανός και το συνάφι του να αντιληφθούν την πραγματική φύση του Θεού. Ήταν αδύνατο να δούν τον Θεό ως συν-πάσχοντα Θεό, ως μακρόθυμο και ως ελεήμονα Θεό. Αντίθετα αντιλήφθηκαν τον Θεό ως έναν εκδικητικό Τύρρανο σαν τους εαυτούς τους, έναν μεγαλομανή και εγωϊστή Θεό που νοιάζεται μονάχα για την δόξα Του και όχι για τα πλασματά Του. Δυστυχώς για την ανθρωπότητα οι δαιμονικές αυτές αντιλήψεις τελικά επικράτησαν και διαμόρφωσαν τους αιώνες που ακολούθησαν βυθίζοντας την εκκλησία και τον πολιτισμό στο σκοτάδι του Μεσσαίωνα, ενώ ακόμα και σήμερα επικρατούν διάφορα κατάλοιπα της κληρονομιάς που μας άφησε η εποχή του Ιουστινιανού.
Η έκλειψη του Χριστιανισμού
Στους αιώνες που ακολούθησαν μετά από την ( έστω και έμμεση ) καταδίκη του Ουνιβερσαλισμού η ανθρωπότητα γνώρισε απίστευτα επίπεδα βαρβαρότητας, βαναυσότητας, απανθρωπιάς και τυρρανίας, και όλα αυτά στα χέρια των υποτιθέμενων αντιπροσώπων του Χριστού. Για παραπάνω από χίλια χρόνια επικράτησαν, ιδιαίτερα στην Δύση, δαιμονικές αντιλήψεις για τον Θεό ο οποίος κατάντησε να είναι ένα φρικιαστικό θηρίο γεμάτο από μίσος και εκδικητική μανία εναντίον των ανθρώπων. Στην δε Ανατολική εκκλησία επικράτησε ο Καισαροπαπισμός και ο καλογερίστικος σκοταδισμός, οποίος αποκορυφώθηκε με τις λεγόμενες «εικονομαχίες».
Όπως έγραψε και ο «διδάσκαλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου» Δ. Καλλίμαχος, «η χριστιανική θρησκεία υπεβιβάσθη εις το ταπεινόν επίπεδον μίας ειδωλολατρείας, την τάσην δε ταύτην ενίσχυον αι πολυάριθμοι στρατειαί των μοναχών, οι οποίοι περιήγον θαυματουργικάς εικόνας και λείψανα αγίων προς ιεροκαπηλείαν, εμπνέοντες τον φανατισμόν, ως απόστολοι του πνευματικού σκότους» (17)
Η Καθολική Δύση πάντως βυθίστηκε περισσότερο στο σκοτάδι του Μεσσαίωνα, ιδιαίτερα καθώς η Ανατολή δεν έκανε το καθήκον της και δεν έφεγγε το φώς της αλήθειας που η ίδια με δυσκολία διατηρούσε: «Παντού κυριάρχησε η αμάθεια, η βαναυσότητα, η δεισδαιμονία, και η απανθρωπιά ενώ η κατάντια της ανθρωπότητας αντανακλούσε τις ιδέες που επικρατούσαν περί Θεού και περί κόλασης. Η επικρατούσα Χριστιανική σκέψη αντιπροσωπεύεται στην τότε λογοτεχνία και καλές τέχνες, στα έργα του Michael Angelo και του ποιητή Dante. Τα έργα αυτά συμφωνούν στο σκοτεινό πνεύμα που τα χαρακτηρίζει...». Τελικά ο Ιουστινιανός σηματοδότησε τον θάνατο της Ελληνικής και τον θρίαμβο της Λατινικής σκέψης στην εκκλησία η οποία εγκατέλειψε τις συμβουλές των αποστόλων και των ελλήνων πατέρων οι οποίοι πάντα δίδασκαν ότι ο Χριστιανισμός πρέπει να επικρατεί μέσω της πειθούς και όχι μέσω του εξαναγκασμού και της βίας και υιοθέτησε τον τρόπο σκέψης των Λατίνων πατέρων και ιδιαίτερα του Αυγουστίνου, ο οποίος δικαιολόγησε τη χρήση βίας ενάντια στους αντιφρονούντες. Σε αυτόν τον τομέα, η νοοτροπία της Ελλαδικής εκκλησίας παραμένει Αυγουστινιακή και Λατινική. Δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι η έκλειψη του Ουνιβερσαλισμού συνδυάσθηκε με την έκλειψη του Χριστιανισμού. Όπως έγραψε και ο Ουνιβερσαλιστής συγγραφέας S. Crane: «Ήταν πράγματι σκοτεινή η νύχτα που έπεσε επάνω στον Χριστιανισμό όταν η σκέψη του Λατινοποιήθηκε. Όταν ο Χριστιανισμός έφτασε στο σημείο να ερμηνεύεται από το νομικιστικό και αντι-πνευμαυτικό νού των Ρωμαίων, το Ευαγγέλιο υπέπεσε σε μία τρομακτική παρακμή. Όταν η Ελληνική σκέψη του Χριστού αντικαταστάθηκε από τη Λατινική σκέψη ήρθε μία βαρειά νύχτα επάνω στον Χριστιανικό κόσμο η οποία επεκτείνεται ακόμα και σήμερα. Γεννήθηκαν τότε όλες εκείνες οι μισές αλήθειες, οι διαστρεβλωμένες ιδέες και οι ψευδέστατες απόψεις σχετικά με την Χριστιανική διδασκαλία και ζωή, οι οποίες όλους αυτούς τους αιώνες έχουν αλλοιώσει το Ευαγγέλιο, έχουν προκαλέσει σύγχιση στους σκεπτόμενους άνθρωπους και κατάθλιψη στις καρδιές των ανθρώπων»
Επιστροφή (Μέρος Α)
Υποσημειώσεις
1. από άρθρο με τίτλο Origen and Origenism, THE ORIGENIST CRISES OF THE SIXTH CENTURY, copyright 1998, St. Mark Coptic Orthodox Church, Jersey City, NJ.
2. Dr. Jortins Works, vol. 7, charge 2.
3. Η Μαύρη Θρησκευτική Βίβλος, Στυλιανού Χαραλαμπάκη σελ 8 & 10, Αρχέγονη Ορθόδοξη Εκκλησία, Αθήνα 1978
4. Το Βασίλειον Ιεράτευμα, του Στυλ. Ι. Χαραλαμπάκη, σελ 53, Αθήναι 1971
5. Οι Λαϊκοί εν τη εκκλησία, σελ 65-66, πηγή: Το Βασίλειον Ιεράτευμα, του Στυλ. Ι. Χαραλαμπάκη, σελ 53, Αθήναι 1971
6. Milman’s “Latin Christianity,” i., 227
7. Η Μαύρη Θρησκευτική Βίβλος, σελ. 60 & 129
8. για παράδειγμα, το «Πιστεύω» απλά αναφέρεται στο ότι ο Χριστός θα επιστρέψει για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς ενώ καταλήγει με τη φράση «προσδοκώ ανάσταση νεκρών και τη ζωή του μέλλοντος αιώνα αμήν», χωρίς καμμία νύξη για κόλαση
9. Άραγε θα βγει καμμιά φορά κάποιος Ορθόδοξος ηγέτης να ζητήσει συγνώμη από τους «εθνικούς» για τους ανελέητους διωγμούς που υπέστησαν κάτω από την τυρρανική εξουσία των Χριστιανών αυτοκρατόρων και δεσποτάδων; Να μη απαιτούμε μονάχα από τον Πάπα να ζητάει συγνώμη, έχουμε και εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί τις φωλιές μας λερωμένες...
10. "Si quis non anathematizat Arium, Eunomium, Macedonium, Apollinarium, Nestorium, Eutychen, Origenem cum impiis eorum conscriptis, et alios omnes hæreticos, qui condemnati et anathematizati sunt a Catholica et Apostolica Ecclesia,"
11. Michael M. Morbey, texts on "apokatastasis", From an Orthodox SIG discussion:Thu, 8 Sep 1994
12. HISTORY OF OPINIONS ON THE SCRIPTURAL DOCTRINE OF RETRIBUTION
13. BRIEF HISTORY OF UNIVERSALISM, BY REV. J.M. AUSTIN circa. 1855
14. πηγή: Μαύρη Θρησκευτική Βίβλος, Σελ 70
15. Μαύρη Θρησκευτική Βίβλος, Σελ 68
16. ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, Σύντομος χρονολογικός πίνακας με πηγή τα βιβλία του Βλάση Γ. Ρασσιά «Ες Έδαφος Φέρειν..», Εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, Αθήναι 2000 (β έκδοση), ISBN 960-7748-20-4 και «Μία..Ιστορία Αγάπης», Εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, Αθήναι 1999, ISBN 960-7748-21-2
Το Ευαγγέλιον υπό Σύγχρονον Πνεύμα, Δ. Καλλίμαχος σελ. 231, πηγή: πηγή: Το Βασίλειον Ιεράτευμα, του Στυλ. Ι. Χαραλαμπάκη, σελ. 88, Αθήναι 1971